Παρασκευή, Αυγούστου 28, 2009

Η έπαυλη των ανδρών

Δεν μπορώ να ισχυριστώ ότι κατάλαβα πλήρως τον ορισμό του συνεχούς, τη δημιουργία άπειρων αριθμών ή την έννοια του συνόλου (αν και αυτή μου θύμισε τη θεωρία των ιδεών του Πλάτωνα), όμως το βιβλίο του Ντενί Γκετζ (Ψυχογιός, 2008, μετ. Γιώργος Παρλαλόγλου, πρόλογος Τεύκρος
Μιχαηλίδης) το χάρηκα, γιατί οι θεωρίες αυτές πολύ μικρό μέρος καταλαμβάνουν. Περισσότερο βλέπουμε στο μυθιστόρημα την αγάπη για τα Μαθηματικά, το πάθος ενός ανθρώπου για την επιστήμη του, την επιθυμία να μεταγγίσει τη γνώση σ' ένα νέο, την οικουμενικότητα των Μαθηματικών, το φιλειρηνικό πνεύμα σε αντιδιαστολή με τον πόλεμο κ.ά.
Βρισκόμαστε στα 1917, στη δίνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Στην ψυχιατρική κλινική μιας μικρής Γερμανικής πόλης, το Λούφσταντ, εισάγεται, όχι για πρώτη φορά, ο 72χρονος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της πόλης, Χανς Σίγκερ. Ο λόγος για τον οποίο οδηγείται εκεί είναι ότι συχνά απομονώνεται, κλείνεται στον εαυτό του, δεν επικοινωνεί, πάσχει από κατάθλιψη. Βέβαια, παρακολουθώντας τους μακρούς μονολόγους του, τους έξυπνους διαλόγους με το συγκάτοικό του, την καταπληκτική του μνήμη, διερωτόμαστε αν πράγματι είναι τρελός.
Στο ίδιο δωμάτιο, στον αριθμό 14 της πτέρυγας που ονομάζεται Έπαυλη των Ανδρών, τοποθετείται ένας άλλος ψυχολογικά διαταραγμένος, ο Ματτίας Ντιτούρ. Είναι ένας νεαρός Γάλλος στρατιώτης, προφανώς αιχμάλωτος πολέμου. Τίποτα κοινό δεν υπάρχει μεταξύ τους. Γέρος ο ένας, νέος ο άλλος, καθηγητής πανεπιστημίου-μηχανοδηγός τρένου, Γερμανός- Γάλλος, ευγενικής καταγωγής-αγνώστων γονέων υιοθετημένο παιδί. Κι όμως ανάμεσα σ' αυτές τις δυο τόσο αντίθετες φύσεις θα αναπτυχθεί μια σχέση δασκάλου-μαθητή που λίγο διαφέρει από τη σχέση πατέρα-γιου.
Στις μεταξύ τους ατέλειωτες συζητήσεις αυτοαποκαλύπτονται. Ο Σίγκερ μιλάει για τις θεωρίες του, προσπαθεί να τις εξηγήσει στον Ντιτούρ, εκφράζει την απογοήτευσή του για την απόρριψή τους από τους συντηρητικούς της εποχής του. Με την ίδια προσοχή ακούει το νέο μηχανοδηγό να μιλάει για την αγάπη του για τα τρένα, για τη ζωή του, για τη δίψα του για μάθηση. Ο Ντιτούρ υπήρξε οπαδός του ειρηνιστή, σοσιαλιστή Ζορές, είχε συνδικαλιστική δράση και η αγάπη του για μόρφωση τον είχε οδηγήσει σε διαλέξεις μορφωτικών συλλόγων. Αγαπημένο του βιβλίο που το είχε μαζί του ακόμη και στα χαρακώματα του πολέμου, ήταν "Το ανθρώπινο κτήνος" του Ζολά, που η μνεία του επανέρχεται συχνά στο μυθιστόρημα. (Σκέφτομαι πως πρέπει οπωσδήποτε να βρω και να διαβάσω αυτό το βιβλίο).
Συχνά η συζήτησή τους περιστρέφεται γύρω από τον πόλεμο και η αντιπολεμική πνοή του βιβλίου είναι καταφανής, σε αντιδιαστολή με την οικουμενικότητα των μαθηματικών που ενώνει τους ανθρώπους.
"Στα μαθηματικά δεν τίθεται θέμα ούτε χρώματος του δέρματος, ούτε γεωγραφικών συνόρων. Για τους μαθηματικούς, ο κόσμος αποτελείται από μία και μοναδική χώρα. Τα σύνορα αντίκεινται στη φύση τους (305).
"Στα μαθηματικά όμως ούτε εντεύθεν ούτε εκείθεν. Τα μαθηματικά είναι, μαζί με το χρυσό, τα μόνα πράγματα που διατηρούν την αξία τους όπου κι αν βρίσκονται" (280)
" Η αγάπη για μια γυναίκα και η αγάπη για τα μαθηματικά δεν είναι της ίδιας τάξης-αλλά μπορούν να είναι εξίσου έντονες, να προσφέρουν την ίδια ευτυχία, να προκαλούν την ίδια δυστυχία" (240).
Αντιγράφω ακόμα μερικές σκέψεις, ενδεικτικές του πνεύματος του βιβλίου.
"Πρέπει να μπορεί ο εργάτης να συμμετέχει στις ανθρώπινες απολαύσεις για να αποδιώχνει τον πειρασμό των ηδονών του κτήνους" (268).
"Κανένας δεν θα μάθει ποτέ αν εκείνος ο στρατιώτης ήταν Γάλλος ή Γερμανός. Όταν το κρανίο γίνεται σμπαράλια, δεν είναι χρωματισμένη η φαιά ουσία" (218).
"Τα τείχη που καταρρίπτονται δυσκολότερα είναι αυτά που υψώνονται μες στα μυαλά μας. Έχουν τη στερεότητα των προσκολλήσεών μας σ' αυτό που φοβόμαστε" (176)
Το βιβλίο του Ντενί Γκετζ, που έρχεται να προστεθεί στα άλλα έργα του, ανάμεσα στα οποία το πασίγνωστο "Θεώρημα του παπαγάλου", είναι ένας ύμνος στην καθαρή επιστήμη, στην ειρήνη, στην κατανόηση μεταξύ των λαών.

Παρασκευή, Αυγούστου 21, 2009

Χαρταετοί πάνω απ' την πόλη

Διαβάζεται σαν ανατολίτικο παραμύθι αλλά αντικατοπτρίζει μια σκληρή πραγματικότητα που δύσκολα μπορούμε να συλλάβουμε το μέγεθός της. Ο Αφγανός συγγραφέας Κάλεντ Χοσεϊνί, γεννημένος στην Καμπούλ το 1965, ζει από το 1980 στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το μυθιστόρημά του "Χαρτετοί πάνω από την πόλη" που εκδόθηκε το 2003 (Ψυχογιός, 2005, μετ. Βαγγέλης Κατσάνης) όχι μόνο έκανε τον ίδιο παγκόσμια γνωστό με την τρομερή απήχηση που είχε και την κυκλοφορία του σε 48 χώρες, αλλά μας γνώρισε και μια χώρα για την οποία ελάχιστα ξέρουμε, έστω κι αν απασχολεί από καιρού εις καιρόν τα δελτία ειδήσεων. Μέσα από το μυθιστόρημα, που χωρίς αμφιβολία περιλαμβάνει και αυτοβιογραφικά στοιχεία, προβάλλει το Αφγανιστάν όπως το βλέπει ένας Αφγανός που αγαπά τη χώρα του κι όμως οι συνθήκες του επέβαλαν να ζει μακριά της. Δεν είναι πολιτικό ούτε ιστορικό βιβλίο, η μυθοπλασία όμως και οι περιπέτειες των ηρώων του τοποθετούνται με φόντο το Αφγανιστάν των τελευταίων περίπου 40 χρόνων. Ο κεντρικός ήρωας και πρωτοπρόσωπος αφηγητής Αμίρ ανήκει στη φυλή των Παστούν, που ήταν η άρχουσα τάξη. Δεν γνώρισε τη μητέρα του που πέθανε στη γέννα της και μεγαλώνει με τον πατέρα του, εναν πλούσιο επιχειρηματία, σ' ένα ωραίο σπίτι σε μια αριστοκρατική, όμορφη γειτονιά της Καμπούλ. Αχώριστος σύντροφος στα παιγνίδια του είναι ο συνομήλικός του Χασάν, γιος του υπηρέτη τους Αλή, υπηρέτης κι ο ίδιος. Τους χωρίζουν οι φυλές τους (Παστούν-Χάζαροι), τους χωρίζει η θρησκεία τους (Σουνίτες-Σιίτες), τους χωρίζει η μόρφωση, τους χωρίζει η τάξη τους. Όμως τα δυο παιδιά ενώνονται με μια άδολη παιδική φιλία. Απ' τα αγαπημένα τους παιγνίδια ήταν το πέταγμα του χαρταετού, ένα πολύ διαδεδομένο παιγνίδι στο Αφγανιστάν, για το οποίο και οργανώνονται ειδικοί αγώνες. Ωραίος χαρακτήρας ο πατέρας του Αμίρ που σ' όλο το βιβλίο αποκαλείται Μπάμπα, ένας προοδευτικός ορθολογιστής, προσπαθεί να δώσει μια σωστή διαπαιδαγώγηση στο γιο του που από μικρός έδειξε την κλίση του στο γράψιμο.
Η ωραία, ανέμελη, ευτυχισμένη ζωή τους θα διακοπεί με την εισβολή των Ρώσων και οι δυο, πατέρας και γιος, θα καταλήξουν στην Αμερική, αφού στο μεταξύ κάποια γεγονότα διέρρηξαν με οδυνηρό τρόπο τους δεσμούς της παιδικής φιλίας Αμίρ-Χασάν. Γι' αυτό το γεγονός ο Αμίρ θα βασανίζεται από τύψεις σ' όλη του τη ζωή. Αναζητώντας τη λύτρωση θα ξαναγυρίσει μεγάλος πια στο Αφγανιστάν, όταν είχαν επικρατήσει οι Ταλιμπάν. Η εικόνα της καταστρεμμένης Καμπούλ, της φτώχειας, της εξαθλίωσης, της μισαλλοδοξίας προβάλλει μέσα από το μυθιστόρημα πολύ πιο έντονα απ' τις εικόνες που κατά καιρούς βλέπουμε στις ειδήσεις. Υπάρχει μια σκηνή λιθοβολισμού ενός ζευγαριού μοιχών που δύσκολα αντέχεται, έστω και να τη διαβάζει κάποιος. Διακινδυνεύοντας τη ζωή του ο Αμίρ προσπαθεί να βγάλει από την κόλαση τον μικρό γιο του Χασάν, τον Σοχράμπ, ως ένα είδος εξιλέωσης γι΄αυτά που βαραίνουν τη συνείδησή του.
Ξεκίνησα το βιβλίο του Χοσεϊνί με πολλή επιφύλαξη και μόνο αφού έμεινε καιρό στη στοίβα με τα αδιάβαστα βιβλία. Όταν όμως το άρχισα δεν μπορούσα να το αφήσω. Γραμμένο με απλότητα (θα μπορούσα να πω απλοϊκότητα) φέρνει κοντά μας μια χώρα κι ένα λαό. Τη φύση της χώρας, τους παγωμένους χειμώνες και την όμορφη εξοχή της, τις παραδόσεις, τα έθιμα, τη θρησκεία, τους μύθους της, τις συνήθειες, αλλά και τα δεινά του πολέμου και της προσφυγιάς. Πάνω απ' όλα όμως είναι ένα βιβλίο εξύμνησης της φιλίας, ένα βιβλίο ενοχής και εξιλέωσης, ένα βιβλίο αγάπης στον άνθρωπο όπου κι αν αυτός ανήκει.

Πέμπτη, Αυγούστου 13, 2009

Το πάθος χιλιάδες φορές

Σκέφτομαι, καθώς γοητευμένη για άλλη μια φορά από τη Ζυράννα Ζατέλη, κλείνω την 765η σελίδα του τελευταίου της μυθιστορήματος "Το πάθος χιλιάδες φορές" (Καστανιώτης, 2009), πως η Ζατέλη μοιάζει με κάποια ιστορικά πρόσωπα που από κάποιους αποθεώθηκαν και λατρεύτηκαν, ενώ κάποιοι άλλοι αποπειράθηκαν (ή και κατάφεραν) να τους δολοφονήσουν. Υπάρχουν οι φανατικοί αναγνώστες της που με αδημονία περιμένουν κάθε καινούριο της βιβλίο κι υπάρχουν άλλοι που "ούτε δεμένοι στην καρέκλα" (κατά την έκφραση ενός γνωστού μου) δεν μπορούν να την αντέξουν.
Ανήκω στην πρώτη κατηγορία. Πιστεύω πως η Ζατέλη είναι μια από τις καλύτερες (αν όχι η καλύτερη) σύγχρονές μας πεζογράφους. Τα βιβλία της δεν είναι από τα βιβλία που "θέλεις να δεις τι θα γίνει παρακάτω". Είναι για να διαβάζονται αργά, απολαυστικά, για να επανέρχεσαι σε σελίδες τους, για να απολαμβάνεις τη γλώσσα, συχνά να στέκεσαι, να ανασηκώνεις το βλέμμα και να συλλογίζεσαι πάνω σε μια φράση της.
Αρχίζει σαν μ' ένα προσκλητήριο νεκρών. Τα πρόσωπα που γνωρίσαμε στο προηγούμενό της βιβλίο, "Ο θάνατος ήρθε τελευταίος", συντρώγουν, παραμονή Πρωτοχρονιάς με όσους ακόμα ζουν, μια νύχτα όπου "τα πιθανά και τα απίθανα, τα τεκμαρτά και τα ανείκαστα", όλα μπορούν να συμβούν. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο, νομίζω, που συναντάμε στο βιβλίο σκόρπιους στίχους από το "Τραγούδι του νεκρού αδελφού": Να συντυχούν οι ζωντανοί με τους αποθαμένους (σ. 170), "Κάνει το σύννεφο άλογο και τ' άστρο χαλινάρι (σ.401), Για δες θάμα κι αντίθαμα (σ. 347).
Οικοδέσποινα σ' αυτή την παράξενη, εξωλογική σύναξη είναι η Λεύκα, η δεκατριάχρονη εγγονή του Τριαντάφυλλου ή Ντάφκου, βασικού προσώπου και στο προηγούμενο βιβλίο της Ζατέλη. Μια ιδιόμορφη σχέση ενώνει παππού και εγγονή, μια σχέση που δεν απέχει από έρωτα. Αυτά είναι τα δυο κύρια πρόσωπα γύρω από τα οποία, πολυπρόσωπος χορός, συνωστίζονται πλήθος άλλα. Ο Ντάφκος, σιδεράς, καλοστεκούμενος εξηντάρης, ολιγόλογος, μ' ένα τσεκούρι διαρκώς στο χέρι, ξεθυμαίνει κόβοντας ξύλα, ενώ με μια κρυμμένη τρυφερότητα αγκαλιάζει ανθρώπους και ζώα.
Η μικρή με το πρωτότυπο όνομα Λεύκα ("στην αρχαιότητα η λεύκα συμβόλιζε με την διχρωμία των φύλλων της την χθόνια και την επίγεια λατρεία: η σκούρα πλευρά τους ήταν ο Κάτω Κόσμος και η ανοιχτόχρωμη πλευρά ο πάνω", θα της πει ο φαρμακοποιός, βοηθός του οποίου θα γίνει στα 20 της) είναι μια μυστήρια ύπαρξη. Απόμακρη, ενδοστρεφής, γράφει κλεισμένη στο δωμάτιό της με μια ανάποδη, δεξιόστροφη γραφή, που μόνο μέσα σε καθρέφτη διαβάζεται. Με πυρωμένα σιδεράκια χαράζει πληγές στο πρόσωπό της, θυμίζοντας ασκητές ή αγίους που βασάνιζαν το σώμα για να σώσουν την ψυχή τους. Η αγωνία της γραφής, οι ιστορίες του θανάτου που συνήθως γράφει οδηγούν στη σκέψη πως στο πρόσωπό της κρύβεται η ίδια η συγγραφέας. Η Λεύκα έχει μια παράξενη σχέση με το θάνατο, καθώς το χάδι του χεριού της χαρίζει ανακούφιση και βοηθά αυτούς που πάνε για την άλλη όχθη να τη διαβούν γαλήνια.
Ας μη ζητήσουμε μια ευθύγραμμη πορεία στην αφήγηση της Ζατέλη. Γνωρίζουμε τη Λεύκα δεκατριάχρονη, αλλά με αναδρομές πάμε σε επεισόδια της παιδικής της ηλικίας κι ύστερα τη βλέπουμε μέχρι τα 20 της. Ιστορίες πολύ χαλαρά συνδεδεμένες στον κύριο κορμό, θα μπορούσαν να αποτελέσουν ξεχωριστά αφηγήματα. Η πολυσέλιδη ιστορία της Ωραιοζήλης, ο τυφλός Σαράντης, οι δυο αδελφές που χρόνια τις ταλαιπωρούσε η κατάκοιτη θεία, η Μάργω και τα βότανά της, ο Άνθιμος ο φαρμακοποιός, ο Νικόλας-Ιωσήφ ο ξυλουργός, ο αδελφός της Ωραιοζήλης και η μνηστή του η Κάσση, άντρες και γυναίκες, γέροι και παιδιά, ένα ολόκληρο σύμπαν δημιουργεί η συγγραφέας, μέσα στο οποίο περιδινούμαστε κι εμείς σαν μαγεμένοι, έστω κι αν θλιβερές είναι κατά κανόνα οι τύχες όλων αυτών των προσώπων.
Για τη γλώσσα της Ζατέλη θα μπορούσε να γίνει διατριβή. Λέξεις της αρχαίας σε αγαστή συνύπαρξη με την ωραία, στρωτή, ενίοτε διαλεκτική, δημοτική. Οσάκις, ενεά, ακκίστηκε, ίνα μη, υπό την χθόνα, έτι πλέον, ιχθύς, εν ακαρεί, γέρων, της ρινός και πολλά άλλα σε ξαφνιάζουν ευχάριστα. Αν προσθέσουμε σ'αυτά και το πολυτονικό σύστημα που ακολουθείται στην έκδοση, εμείς οι παλαιοί ευφραινόμαστε "έτι πλέον" . Πρωτότυπες δικές της γλωσσικές δημιουργίες, όπως: θελξικάρδιο (κορίτσι), υπνοβόρα (μάτια), ασωπασιά (του ραδιοφώνου), δυσλαλία, ιοβόλες (αυγές) κ.λπ. αγκιστρώνουν τη ματιά και την προσοχή μας.
Παροιμίες, γλωσσοδέτες, αινίγματα, παιδικά παιγνίδια, στίχοι τραγουδιών, λαϊκά δίστιχα, λαϊκοί θρύλοι, αποφθεγματικές ρήσεις που δεν ξεχνιούνται (Το αύριο είναι σαν ποτέ, Καρπούζι και γυναίκα η τύχη τα διαλέγει όχι εμείς, Μόνο οι πεθαμένοι δεν γυρνούν, κι αυτό γιατί περνούν καλά φαίνεται κ.ά.), τοπικές συνήθειες και γιορτές, διασώζουν με τη λογοτεχνική τους καταγραφή στοιχεία του λαϊκού μας πολιτισμού.
Ελάχιστες, για ένα τόσο πολυσέλιδο βιβλίο, αλλά πολύ χαρακτηριστικές και στο πνεύμα του βιβλίου οι λογοτεχνικές αναφορές: Η Φόνισσα, Η Παναγία των Παρισίων, η βιογραφία του βαν Γκογκ, ο Σινούε ο Αιγύπτιος, ο Σολωμός βεβαίως και... μισό ημιστίχιο του Καβάφη.
Δεν ολοκληρώνονται οι τύχες όλων των ηρώων της Ζατέλη, όσων τουλάχιστον έμειναν ζωντανοί, ανάμεσά τους η Λεύκα και ο Ντάφκος. Θα αναμένουμε τη συνέχεια.

Τετάρτη, Αυγούστου 05, 2009

Το φάντασμα φεύγει

Ενώ του Ροθ "Το φάντασμα φεύγει" εγώ ξαναγυρίζω έπειτα από τριών σχεδόν εβδομάδων απουσία, "πλούσια με όσα κέρδισα στο δρόμο", έχοντας για άλλη μια φορά καταλάβει "οι Ιθάκες τι σημαίνουν". Οι εμπειρίες του ταξιδιού σίγουρα θα βρουν κάποια στιγμή την καταγραφή τους, όμως για την ώρα περιορίζομαι στο σχολιασμό του τελευταίου μου αναγνώσματος.

Διερωτώμαι, καθώς διαβάζω ακόμα ένα Philip Roth, πώς γίνεται ένας συγγραφέας να μπορεί να κρατήσει το ενδιαφέρον, συχνά να γοητεύσει τον αναγνώστη, στριφογυρίζοντας διαρκώς σχεδόν στα ίδια θέματα. Κι όμως αυτό συμβαίνει με τα βιβλία του γνωστού, Αμερικανού συγγραφέα. Η εβραϊκή του ταυτότητα, η σύγχρονη Αμερική, η έκπτωση του ανθρώπινου σώματος και τα γηρατειά (στα τελευταία του τουλάχιστον βιβλία) έρχονται και επανέρχονται. Κι όμως κάθε φορά βρίσκει τον τρόπο να τα χειρίζεται διαφορετικά, κάθε βιβλίο του είναι κι ένα καινούριο ελκυστικό ανάγνωσμα.
Από τον κανόνα δεν ξεφεύγει ούτε το πιο πρόσφατα μεταφρασμένο στα Ελληνικά βιβλίο του "Φεύγει το φάντασμα" (Πόλις, 2009, μετ. Κατερίνα Σχινά). Στην πρώτη κιόλας παράγραφο μας δίνονται καίριες πληροφορίες: ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, που σε λίγο μαθαίνουμε ότι είναι ο συγγραφέας Νέιθαν Ζούκερμαν (λογοτεχνική persona του Roth), ξαναγυρίζει στη Ν. Υόρκη έπειτα από 11 χρόνια πλήρους απομόνωσης σ' ένα σπιτάκι στο βουνό, διακόσια δέκα χιλιόμερα μακριά. Έχει ήδη υποστεί αφαίρεση καρκινωματώδους προστάτη και τώρα επιστρέφει για να δοκιμάσει μια θεραπεία που πιθανόν να τον απαλλάξει από την ακράτεια, εξαιρετικά δυσάρεστη και ενοχλητική συνέπεια της εγχείρησης. Βρισκόμαστε τρία χρόνια μετά την 11η Σεπτεμβρίου, δηλ. στο 2004.
Στην πόλη κάποιες συναντήσεις θα τον επηρεάσουν σε βαθμό να σκέφτεται να μην επιστρέψει στην απομόνωση του βουνού του. Τυχαία συναντά την Έιμη Μπελέτ, που υπήρξε σύντροφος του Λόνοφ, ενός συγγραφέα που υπήρξε κάποτε πρότυπο για τον νεαρό τότε Ζούκερμαν και που εξακολουθεί να τον θαυμάζει και να τον μελετά. Η Μπελέτ είναι τώρα γερασμένη κι έχει κι αυτή υποστεί εγχείρηση για αφαίρεση όγκου στον εγκέφαλο. Η δεύτερη συνάντηση είναι μ' ένα νεαρό ζευγάρι, τον Μπίλι και την Τζέιμι, που σε μια αγγελία τους στην εφημερίδα ζητούσαν να ανταλλάξουν για ένα χρόνο το διαμέρισμά τους στη Ν. Υόρκη μ' ένα εξοχικό σπίτι στο βουνό. Στην αγγελία απαντά ο Ζούκερμαν κι έτσι γνωρίζονται. Η νεαρή γυναίκα ασκεί μια ακαταμάχητη έλξη στον ηλικιωμένο και ανίκανο πια σεξουαλικά συγγραφέα. Μια τρίτη συνάντηση γίνεται αφορμή για να εμπλέξει ο Roth και άλλα θέματα στη μυθοπλασία του. Ένας νεαρός επίδοξος συγγραφέας, ο Κλάιμαν, επίμονα πολιορκεί και ενοχλεί τον Ζούκερμαν. Θέλοντας να γράψει μια βιογραφία για τον αγαπημένο συγγραφέα του Ζούκερμαν, τον Λόνοφ, προσπαθεί να του αποσπάσει πληροφορίες για ένα μυστικό στη ζωή του νεκρού πια Λόνοφ.
Όλα αυτά τα πρόσωπα με έντεχνο τρόπο συνδέονται και γίνονται οι φορείς των θεμάτων που απασχολούν τον Roth: οι συνέπειες της 11ης Σεπτεμβρίου, η απαξίωση της Κυβέρνησης Μπους, η σχέση ζωής και συγγραφής, η ερωτική επιθυμία που δεν μπορεί να ικανοποιηθεί, οι ανθρώπινες σχέσεις, η σωματική αδυναμία, ο αδυσώπητος χρόνος, είναι μερικά μόνο από τα θέματα που θίγονται. Στο μυθιστόρημα επίσης παρεμβάλλονται θεατρικοί διάλογοι, έργο που υποτίθεται γράφει ο Ζούκερμαν. Ακριβώς εδώ βλέπουμε πώς οι πρσωπικές εμπειρίες μετατρέποντια σε τέχνη.
Το μυθιστόρημα βρίθει λογοτεχνικών και άλλων αναφορών που καθιστούν αναγκαίες τις επεξηγηματικές σημειώσεις της μεταφράστριας στο τέλος του βιβλίου.
Άλλος ένας λοιπόν κλασικός Roth. Για τους εθισμένους στον τρόπο γραφής του, πάντα ενδιαφέρων και ελκυστικός.